παλαιοσιβηρικός

παλαιοσιβηρικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιά ιστορία τής Σιβηρίας
2. φρ. «παλαιοσιβηρικές γλώσσες» — τέσσερεις ομάδες γλωσσών τής βόρειας Ασίας, η Γενισέι, η Λουοραγουετλάν ή Λουοραβετλάν, η Γιουκαγκίρ ή Γιουκακχίρ και η Γκίλυακ, οι οποίες δεν σχετίζονται γενετικά ούτε μεταξύ τους ούτε με άλλη ομάδα γλωσσών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”